- τρίλεπτος
- -η, -οαυτός που διαρκεί τρία λεπτά της ώρας: Τρίλεπτη συνδιάλεξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρίλεπτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών λεπτών τής ώρας 2. αυτός που έχει αξία τριών λεπτών τής δραχμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λεπτος (< λεπτό), πρβλ. πεντά λεπτος] … Dictionary of Greek
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek